- λιμόψωρος
- λῑμό-ψωρος, ὁ, ([etym.] ψώρα)A scurvy, arising from hunger or bad food, Plb.3.87.2:—later [suff] λῑμο-ψώρα, ἡ, Hippiatr.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμόψωρος — λιμόψωρος, ὁ (Α) είδος ψώρας τών ανθρώπων και τών ζώων που οφείλεται σε πείνα ή σε κακή διατροφή («καὶ τοῑς ἀνδράσιν ὁ λεγόμενος λιμόψωρος καὶ τοιαύτη καχεξία», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ψωρος (< ψώρα), πρβλ. μελάμ ψωρος] … Dictionary of Greek
λιμόψωρος — λῑμόψωρος , λιμόψωρος scurvy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμοψώρα — λιμοψώρα, ἡ (Μ) [λιμόψωρος] ο λιμόψωρος* … Dictionary of Greek
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek